Δυστυχώς
στη μικρή αυτή χαραμάδα που άνοιξε με τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών λόγω
της μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν θα τεθούν, όπως διαφαίνεται, από
τους αντιμαχόμενους βασικούς πρωταγωνιστές, τα πραγματικά ζητήματα που αφορούν
τη συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας και οι ουσιώδεις επιλογές που
απαιτούνται για την απαλλαγή από τον εφιάλτη που ζούμε όλοι τα τελευταία χρόνια
της διεθνούς επιτροπείας, η οποία επέβαλε τη βάρβαρη μνημονιακή πολιτική
κοινωνικής καταστροφής.
Μετά την
πρώτη έκπληξη του λαού και την αρχική αφωνία και αμηχανία του απέναντι σ’ αυτή (2010),
ακολούθησαν τα χρόνια της ανοιχτής εκδήλωσης της οργής του και των έντονων
κινητοποιήσεων για την αποτροπή της εφαρμογής των μέτρων σφαγιασμού (2011 –
2012), που δεν στάθηκαν ικανές να ανακόψουν την επέλαση των βαρβάρων. Οι λόγοι
πολλοί – η έλλειψη οργάνωσης, η κρατική καταστολή, η σύγχυση ως προς τη
στόχευση, το καταθλιπτικό βάρος της συμβιβασμένης συνδικαλιστικής
γραφειοκρατίας, η απογοήτευση από αλλεπάλληλες ήττες αγώνων χωρίς σύνδεση,
συνέχεια και προοπτική, τα αντιμαχόμενα σχέδια των «αντιμνημονιακών» δυνάμεων,
μεταξύ αυτών και των αριστερών οργανώσεων, η αδυναμία συγκρότησης μαζικού
πολιτικού υποκειμένου με ξεκάθαρα προτάγματα, μέσα και στόχους, η αδυναμία
συγκρότησης μιας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας αρθρωμένη με πραγματικά κοινές
αξιώσεις, οι βιοτικές ανάγκες του κόσμου σε ένα ολοένα πιο αντίξοο πλαίσιο κ.α.
Εμφανίστηκε
τότε το 2012, εν όψει και πάλι εκλογών, ένα σχέδιο, που αποδείχθηκε για τους εμπνευστές
του ευφυές και για το λαό ελπιδοφόρο. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, για μια κυβέρνηση
της αριστεράς η οποία θα καταργήσει τα μνημόνια, θα ακυρώσει τις δανειακές
συμβάσεις με τους ξένους δανειστές και δεν θα αναγνωρίσει το εξωτερικό χρέος
της χώρας στην προσπάθεια για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του,
εθνικοποιώντας παράλληλα τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις στρατηγικής
συμμαχίας, σε ένα εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Έτσι
περάσαμε στην εποχή της εν λευκώ ανάθεσης των λαϊκών προσδοκιών, μια περίοδο
που φαίνεται σήμερα να ολοκληρώνεται. Δυστυχώς - και αυτό πρέπει να αποτελέσει
ένα μάθημα για το λαό - το γεγονός αυτό διευκόλυνε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε μια
σταδιακή μετατόπιση σε ολοένα και πιο συμβιβαστικές τοποθετήσεις ως προς τα επίμαχα
ζητήματα και διακυβεύσεις, σε ένα υποτιθέμενο «ρεαλιστικό σχέδιο μειωμένων
προσδοκιών» με άλλοθι τη «λαϊκή απραξία», ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία,
εγκλωβίζοντας το αρχικό αίτημα ανατροπής, που είχε υιοθετήσει, σε ένα
κοινοβουλευτικό παιχνίδι με την καθήλωση του λαού σε μια μέλλουσα εκλογική
αναμέτρηση. Αναζητώντας, μάλιστα, πολιτικούς συμμάχους σε δυνάμεις που
συνέπραξαν με το μνημονιακό καθεστώς, αποτελώντας μέρος του και κοινωνικούς
συμμάχους στην αντίπερα όχθη, χρησιμοποιώντας τις ζωντανές δυνάμεις του μόχθου
ως άμορφο εκλογικό ακροατήριο προς ανακούφιση των πιο αδύναμων μελών του.
Το
ζητούμενο είναι να μην περάσουμε στην εποχή της πλήρους και οριστικής
απογοήτευσης του λαού, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη συνέχεια (παλινδρομήσεις
σε προγενέστερα πολιτικά σχέδια με δυσμενέστερους όρους, φασιστική εκτροπή
κ.α…).
Ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του μνημονιακού καθεστώτος είναι η πλήρης ακαμψία του ως προς την οποιαδήποτε, έστω και παραμικρή παραχώρηση, προς τα λαϊκά αιτήματα. Αυτό άλλωστε το γεγονός, που δεν αποτυπώνεται μόνο στους νέους θεσμούς του ειδικού ελληνικού μνημονιακού καθεστώτος, αλλά πλέον και σε όλο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, είναι που οδήγησε στις αλλεπάλληλες ήττες και τη λαϊκή απογοήτευση, παρά τους επιμέρους – παρατεταμένους και ηρωϊκούς πολλές φορές – αγώνες, σε όλο αυτό το διάστημα.
Ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του μνημονιακού καθεστώτος είναι η πλήρης ακαμψία του ως προς την οποιαδήποτε, έστω και παραμικρή παραχώρηση, προς τα λαϊκά αιτήματα. Αυτό άλλωστε το γεγονός, που δεν αποτυπώνεται μόνο στους νέους θεσμούς του ειδικού ελληνικού μνημονιακού καθεστώτος, αλλά πλέον και σε όλο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, είναι που οδήγησε στις αλλεπάλληλες ήττες και τη λαϊκή απογοήτευση, παρά τους επιμέρους – παρατεταμένους και ηρωϊκούς πολλές φορές – αγώνες, σε όλο αυτό το διάστημα.
Ως εκ
τούτου ακόμη και το υποτιθέμενο «πρόγραμμα» ανακούφισης των πιο αδύναμων
κοινωνικών στρωμάτων που πρότεινε ως ρηξικέλευθο ο ΣΥΡΙΖΑ στην έκθεση
Θεσσαλονίκης, είναι στα όρια του αδύνατου να εφαρμοσθεί, μέσα στους μηχανισμούς
της Ε.Ε. και τους καταναγκασμούς του ευρωνομίσματος, τους οποίους ουδόλως
αμφισβητεί.
Η νέα
αφήγηση που προβάλει δεν αφορά πια την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό, αλλά την
αλλαγή της «Ευρώπης», στην οποία ο ίδιος βλέπει ένα νέο αέρα να πνέει, πράγμα
που δεν επιβεβαιώνεται από τα πραγματικά δεδομένα.*
Εκτός όμως
από τα δεδομένα αυτά, η «Ευρώπη» δεν αποτελεί ένα ομοιογενή οικονομικά και
κοινωνικά χώρο. Ούτε το επίπεδο ανάπτυξης, ούτε η παραγωγική διάρθρωση, η «ανταγωνιστικότητα»,
το μέγεθος και το είδος των παραγωγικών μονάδων, ούτε η κοινωνική διάρθρωση και το παραγωγικό
δυναμικό, ούτε το σχετικό και απόλυτο μέγεθος του κρατικού, αλλά και του ιδιωτικού
χρέους, είναι τα ίδια σε όλες τις επιμέρους χώρες. Και ούτε οι επιπτώσεις από
την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος ήταν ίδιες. Ούτε οι ολοένα και πιο ενιαίοι
κανόνες λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Κυρίως όμως ο κοινωνικός συσχετισμός
δυνάμεων και η απουσία συντονισμού των επιμέρους εργατικών τάξεων και
οργανώσεων δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε αισιοδοξία για μια ταυτόχρονη,
γενικευμένη, άμεση, φιλολαϊκή αλλαγή.
Ξεκινήσαμε
από τα παραμύθια του Γ.Α.Π. του λεφτά υπάρχουν και την κατάπτυστη ενέργειά του
στη συνέχεια, να φέρει την «Τρόικα» και την ειδική επιτήρηση στη χώρα, στο
παραμύθι του «κουρέματος» του κρατικού εξωτερικού χρέους, που αφορούσε εν τέλει
μόνο τους έλληνες ιδιώτες μικροομολογιούχους και τα ασφαλιστικά ταμεία,
διασφαλίζοντας τους νέους κρατικούς δανειστές με την εφαρμογή του αγγλικού
δικαίου και τη δικαιοδοσία του Λουξεμβούργου.
Από τον
«αντιμνημονιακό» Σαμαρά του Ζαππείου, περάσαμε στην ακόμα σκληρότερη φάση του
ξεπουλήματος αντί πινακίου φακής των υπολειμμάτων του δημόσιου πλούτου της
χώρας και των δημευτικών μέτρων κατά της περιουσίας του ελληνικού λαού, της
ακατάσχετης φοροεπιδρομής και αφαίμαξης των λαϊκών στρωμάτων, του
ξεθεμελιώματος όποιων ψηγμάτων κοινωνικού κράτους είχαν απομείνει, της πλήρους
κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων και της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου,
της κατακρήμνισης των μισθών και των εμπράγματων αξιών, της βίαιης φτωχοποίησης
της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού, για να φθάσουμε και πάλι τώρα
στην άκρατη διασπορά φόβου, μήπως και απέναντι στη γνώριμη κοινωνική
καταστροφή, έρθει μια άλλη άγνωστη, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί, άραγε, ο μύθος να
διασκεδάσει το φόβο και να γκρεμίσει συθέμελα το καθεστώς του τρόμου που
λεηλατεί τις ζωές μας;
Αντί
λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να σηκώσει το γάντι – και είχε πολλές ευκαιρίες και χρόνο - και
να πείσει τον ελληνικό λαό να είναι ενεργός, σκεπτόμενος, συμμέτοχος,
αγωνιστής, με ένα πραγματικά ρεαλιστικό σχέδιο ρήξης και ανατροπής με τους
θεσμούς που θα σταθούν εμπόδιο ακόμη και στα ελάχιστα μέτρα κοινωνικής
ελάφρυνσης – που δεν είναι βέβαια το μόνο και αποκλειστικό ζητούμενο –
αφηγείται ένα νέο παραμύθι, που μακάρι να μην αποτελέσει εφαλτήριο για ένα
δυσμένεστερο πισωγύρισμα.
Ασφαλώς
και δεν αρκούν οι ευχές. Κάποιοι, με την ευκαιρία αυτής της πολωμένης με πλαστά
στοιχεία - «φόβου – μύθου» - εκλογικής αναμέτρησης, πρέπει να διατυπώσουν
ξεκάθαρα μπροστά στον ελληνικό λαό, τα πραγματικά διακυβεύματα, ανεξάρτητα από
την αναμενόμενη ευλόγως – ελλείψει άλλης σημερινής, με όρους διακυβέρνησης, εναλλακτικής
λύσης - υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να μην έχει φρούδες ελπίδες. Ας
προβληματισθεί λοιπόν κι ας αναρωτηθεί:
Πώς μπορεί
να αναστραφεί η πρωτόγνωρη σε καιρούς ειρήνης οικονομική ύφεση και η κατάρρευση
της εσωτερικής αγοράς, σε ένα πλαίσιο διαρκούς αφαίμαξης υπέρογκων
τοκοχρεωλυσίων ενός δυσθεώρητου, επονείδιστου και μη εξυπηρετήσιμου εξωτερικού,
κρατικού χρέους;**
Μπορούν οι
λεγόμενοι «ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί» που υιοθετεί το «οικονομικό
επιτελείο» του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσουν την οικονομική ασφυξία νοικοκυριών και
επιχειρήσεων, με μια απλή αναδιανομή μέσω ενός άλλου «δίκαιου» φορολογικού
συστήματος, όσο αναγκαίο κι αν είναι αυτό; Πώς να απαλλαγούν από τα παράλογα
χρέη τους στο κράτος και στις τράπεζες, λόγω της εξωφρενικής φορολόγησής τους
και των τεράστιων εισοδηματικών περικοπών τα τελευταία χρόνια οι πολίτες αυτής
της χώρας;
Πώς θα
απορροφηθεί το 1,5 εκατ. των ανέργων σε ένα ορατό χρονικό διάστημα, μέσα από
ποια παραγωγική ανασυγκρότηση και με ποιους πόρους;
Πώς μπορεί
να μεταβληθεί το παραγωγικό μοντέλο, ώστε να προσανατολισθεί στις λαϊκές
ανάγκες; Χωρίς εθνικοποίηση – κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος μπορούν
να απαλλαγούν τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά από το βραχνά των μη δυναμένων να
εξυπηρετηθούν δανείων και να χρηματοδοτηθεί μια νέα παραγωγική δομή;
Πώς θα
χρηματοδοτηθούν οι αναγκαίοι για την οικονομική ανάκαμψη – για την οποία όλοι
μιλούν - πόροι, χωρίς τη δυνατότητα έκδοσης εθνικού νομίσματος, και πώς θα
αντιμετωπισθούν οι πραγματοποιήσιμες απειλές των ευρωκρατών για διακοπή
χρηματοδοτικών παροχών, που άλλωστε μέχρι τώρα επιστρέφουν στους ίδιους; Στις
«μονομερείς» από εκείνους ενέργειες πώς σκοπεύει να απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Μπορεί με
το ισχυρό ευρώ ως νόμισμα να ανακτηθεί η λεγόμενη ανταγωνιστικότητα της
οικονομίας σε μια υποτιθέμενη εξωστρεφή ανάπτυξη που πολλοί ονειρεύονται, ακόμη
και αν αυτή δεν είναι ευκταία, χωρίς αδιάλειπτη συνέχιση της λεγόμενης
εσωτερικής υποτίμησης;
Πώς η
αναγκαστική κυκλοφορία ενός ξένου νομίσματος – όπως είναι το ευρώ - στο
εσωτερικό μιας χώρας με την «εξωτερικοποίηση» του κρατικού χρέους αυξάνει
κατακόρυφα τις πιθανότητες χρεοκοπίας μιας χώρας, και πώς αντίθετα η κυκλοφορία
εθνικού νομίσματος και ο εθνικός έλεγχος της νομισματικής πολιτικής τις
περιορίζει δραστικά;
Τα ερωτήματα
μπορούν να επεκταθούν και να πολλαπλασιαστούν, όσο σκεφτόμαστε τα προβλήματα
που έχουν συσσωρεύσει τόσα χρόνια μνημονιακής πολιτικής, ώστε να αναστρέψουμε την κατάσταση: στο χώρο της
κοινωνικής ασφάλισης, της δημόσιας υγείας, της παιδείας και της εκπαίδευσης,
των δημοκρατικών δικαιωμάτων, της αποκατάστασης του κράτους δικαίου και του
σεβασμού ενός δημοκρατικού συνταγματικού χάρτη κ.ο.κ. Κατάργηση των μνημονίων –
έστω και σταδιακή - με αποδοχή των τετελεσμένων δεν είναι νοητή. Και πολύ
περισσότερο με την αποδοχή των αλυσίδων μας: της Ε.Ε., του ευρώ, του χρέους.
Η
διατύπωση των ουσιωδών ερωτημάτων που παρακάμπτονται δεν αποσκοπεί στην
αποδόμηση της αξίωσης ριζικής ανατροπής του σημερινού καθεστώτος, ούτως ώστε να
συνάγεται η αδυναμία εκπλήρωσής της. Το
ζήτημα είναι να μπορέσουμε να προχωρήσουμε μπροστά, να διεκδικήσουμε με αγώνες
το δικαίωμα μας να είμαστε ενεργοί, σκεπτόμενοι, συμμέτοχοι στις αποφάσεις που
μας αφορούν, πολίτες, να διεκδικήσουμε το ρεαλισμό του «αδύνατου», που είναι η
αξιοπρεπής ζωή ως ανταπόδοση των καρπών της εργασίας μας σε μας τους ίδιους
συλλογικά, αποτινάζοντας χωρίς παρωπίδες τα πραγματικά εμπόδια, κι αυτό είναι
κάτι που δεν γίνεται με μια απλή ψήφο, ούτε με οποιουδήποτε τύπου αναθέσεις. Πώς
άλλωστε μπορούμε να συστρατευθούμε ενεργητικά στην πραγματική διεκδίκηση των
όρων της ζωής μας, απέναντι στις επιβουλές των ισχυρών κέντρων του αδηφάγου
καπιταλισμού εκτός και εντός χώρας;
Γιάννης
Δουλφής
* Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να επανέλθουμε σε
άλλο σημείωμα.
**Μόνο την περίοδο 2000 – 2014 υπολογίζεται
ότι πληρώθηκε για τοκοχρεωλύσια το ποσόν των 750,00 δις ευρώ (μόνο για το χρέος
της κεντρικής κυβέρνησης), και παρ’ όλα αυτά το εξωτερικό κρατικό χρέος
ανέρχεται σε 320,00 δις ευρώ [βλ και μελέτη Γ. Βάμβουκα]. Σύμφωνα, ακόμη και με
μια άλλη εκδοχή, που αναφέρει ο Λεωνίδας Βατικιώτης: «Η Ελλάδα με βάση τον
κρατικό προϋπολογισμό του 2014 (όπως αναφέρεται στην Εισηγητική έκθεση) από το
1992 μέχρι και το 2013 έχει πληρώσει σε χρεολύσια, τόκους και παράλληλες
δαπάνες 563,31 δισ. ευρώ. Για να διατηρούμε δηλαδή ένα χρέος στα 321 δισ. ευρώ
έχουμε καταβάλει σχεδόν δύο φορές αυτά τα χρήματα την τελευταία 20ετία!
Επομένως, το χρέος έφτασε στα επίπεδα που βρίσκεται σήμερα λόγω του εξωφρενικά
υψηλού κόστους εξυπηρέτησής του, που με το πέρασμα του χρόνου πήρε μορφή
χιονοστιβάδας!»
Εξ’ άλλου παρά το διακηρυγμένο στόχο των
εφαρμοζόμενων μνημονιακών πολιτικών ως μέσου για τη μείωση του κρατικού χρέους,
αυτό αυξήθηκε από το 2010 και έκτοτε, τόσο σε απόλυτους, όσο και σε σχετικούς
όρους (ως προς το Α.Ε.Π. που μειώθηκε δραστικά κατά 26%) και παρά τα
υποτιθέμενα «κουρέματα» (PSI κ.ά.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου