Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ




Του Γιάννη Δουλφή, Οικονομολόγου
Με μια περιγραφικού τύπου προσέγγιση θα λέγαμε ότι η οικονομική πολιτική δεν παράγει μόνο αποτελέσματα στο οικονομικό πεδίο, αλλά και ιδεολογία δηλαδή με άλλα λόγια την εμπέδωση και αποδοχή που είναι αναγκαία για την τήρηση και αποτελεσματική εφαρμογή της, όπως και το εργοστάσιο της καπιταλιστικής παραγωγής δεν παράγει μόνο εμπορεύματα για την αγορά αλλά και ιδεολογία για την εμπέδωση των ιεραρχικών σχέσεων και της αναγκαίας πειθαρχίας που απαιτείται για την αποτελεσματική λειτουργία, ώστε να συμπιεσθεί ο αναγκαίος χρόνος εργασίας και να πραγματοποιηθεί η εκμετάλλευση δηλ. η δημιουργία της υπεραξίας μέσω των οικονομικών μηχανισμών.
Για τούτο πρέπει οι άξονες μιας οικονομικής πολιτικής της ριζοσπαστικής αριστεράς ως πρόταση και εφαρμογή κυβερνητικού προγράμματος να ξεφεύγουν από τη στείρα αριθμολαγνεία και κυρίως να μην πέφτουν στην παγίδα της αποδοχής των θεσφάτων που αποτελούν την εμπέδωση της εφαρμοζόμενης πολιτικής και μάλιστα αυτής του πιο πρόσφατου διαστήματος. Η σπουδή της ιστορίας της οικονομικής πολιτικής είναι σημαντική σ΄ αυτά τα πλαίσια, αφού η ιστορικότητα διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο, όπως και η οικονομική ιστοριογραφία που μια πτυχή της είναι η ασκούμενη οικονομική πολιτική.
Πεμπτουσία των νεοφιλελεύθερης έμπνευσης «σταθεροποιητικών» προγραμμάτων είναι η αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ζητημάτων (και ασφαλώς του σκέλους των εσόδων, σημαντική πτυχή των οποίων αποτελεί η φορολογία και η φορολογική πολιτική) ως ανεξάρτητη μεταβλητή σε σχέση με την οικονομική δραστηριότητα.
Το δόγμα που έχει προταθεί και εφαρμοσθεί από το νεοφιλελευθερισμό είναι η λεγόμενη «προκυκλική» πολιτική. Η πάση θυσία, δηλαδή, εξισορρόπηση των δημοσιονομικών του κράτους με διακηρυγμένο στόχο πλεονασματικούς ή ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, ανεξάρτητα από τον οικονομικό κύκλο, που στην πραγματικότητα δεν επιτυγχάνει έτσι ποτέ το στόχο της (και βαθαίνει όλο και περισσότερο στην προσπάθεια αυτή), αφού συρρικνώνει την οικονομική δραστηριότητα ή επιδιώκει την υποκατάσταση των απωλειών στην εσωτερική αγορά κάθε χώρας με την τόνωση των εξαγωγών. 

Διότι όταν συρρικνώνεται η φορολογική βάση θα πρέπει να αυξηθούν οι συντελεστές φορολόγησης ή να ευρεθούν άλλοι τρόποι φορολογικής αφαίμαξης, όταν μάλιστα δε μειώνεται η φορολογία στα επιχειρηματικά κέρδη ή στα υψηλά εισοδήματα, πρέπει αυτή να διαχυθεί με εντονότερο τρόπο στο σύνολο του πληθυσμού. Με τη συρρίκνωση δε και αυτών των εισοδημάτων αναζητούνται άλλες πηγές φορολόγησης που δεν εξαρτώνται υποτίθεται από την οικονομική δραστηριότητα, στην πραγματικότητα όμως τη συρρικνώνουν και αυτές. Μια από αυτές τις πηγές είναι η λεγόμενη φορολόγηση του πλούτου και το πιο απλό μέσο είναι η ακίνητη περιουσία.
Αυτό βιώνουμε με τον πιο ακραίο τρόπο τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας με τη μνημονιακή πολιτική που είναι μια βίαιη εφαρμογή της προκυκλικής πολιτικής που οδήγησε στην πρωτοφανή για περιόδους ειρήνης σωρευτική συρρίκνωση του παραγόμενου προϊόντος ή εισοδήματος κατά 25% τουλάχιστον.
Δυστυχώς επειδή η οικονομική αυτή πολιτική παράγει εκτός από οικονομικά αποτελέσματα - και αυτά δεν είναι βέβαια οι διακηρυγμένοι στόχοι - και ιδεολογία δηλαδή εμπέδωση και αποδοχή των θεσφάτων της, όλα αυτά έχουν ασκήσει εξαιρετική πίεση στο πνευματικό τοπίο μιας ράθυμης και ανεπαρκούς εν πολλοίς αριστεράς (όπως συγκροτείται οργανωτικά σε όλες σχεδόν τις επιμέρους εκφάνσεις της), για να μην αναφερθούμε στην υπόλοιπη κοινωνία και τους απλούς ανθρώπους που βομβαρδίζονται καθημερινά από τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και τους καθεστωτικούς καλολαδωμένους οικονομολογούντες «δημοσιογράφους» και «πολιτικούς».
Τουτέστιν η δημοσιονομική πολιτική, και η φορολογική ως επί μέρους πτυχή της, μιας εναλλακτικής κυβέρνησης της αριστεράς θα πρέπει να εκκινεί από την αντιστροφή των παραπάνω παραδοχών. Ήτοι δεν θα θεωρείται ως ανεξάρτητη μεταβλητή και δεν θα έχει προκυκλικό χαρακτήρα, επομένως θα αποτελεί την έσχατη και όχι πρώτη πτυχή σε ένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής που ως προτεραιότητα θα έχει την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και της εσωτερικής αγοράς με την παραγωγική ανασυγκρότηση και την απότομη αποκατάσταση των εισοδηματικών απωλειών ως κινητήρια δύναμη, με κατάλληλους περιορισμούς και ελέγχους των εισαγωγών ώστε να περιορισθούν διαρροές στο εξωτερικό.
Η αποκατάσταση και η τόνωση των εισοδημάτων και της εσωτερικής αγοράς και της οικονομικής δραστηριότητας θα αυξήσει τη φορολογική βάση και έτσι θα γίνει εφικτή και η ποσοστιαία κατά κεφαλή φορολογική ελάφρυνση με ένα τρόπο φορολόγησης που θα κατανέμει «δίκαια» τα βάρη, ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα που προσδιορίζεται και από το διαθέσιμο εισόδημα. Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να εφαρμοσθεί και μια ισορροπημένη φορολόγηση των τόκων της αποταμίευσης (μορφή «πλούτου») ώστε να τονώνεται η κατανάλωση.
Αυτά νομίζω αποτελούν κάποιες στοιχειώδεις αρχές για μια αριστερή οικονομική πολιτική που θα επεκτείνεται και στον τομέα της φορολογίας και όχι κάποια τυχάρπαστα, περισπούδαστα αποφθέγματα «ρεαλισμού» περί πλεονασματικών προϋπολογισμών τύπου Σταθάκη ή Μηλιού (κατά τα άλλα «ακραιφνούς μαρξιστή»).
Σημειώνεται ότι πολλοί γλωσσο-αναλυτικά μαρξίζοντες ή μαρξιστικών καταβολών οικονομολογούντες από την αποστροφή τους για τον Κέυνς συντάσσονται με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα που φραστικά καταγγέλλουν. Παρά την πραγματική ανεπάρκεια μιας κεϋνσιανού τύπου πολιτικής στη σημερινή συγκυρία, είτε σε εθνικό, είτε σε «ευρωπαϊκό» (Ε.Ε.) επίπεδο – όπως οι ίδιοι άλλωστε εν μέρει κατά τα άλλα προτείνουν, αυτό δε σημαίνει ότι επιμέρους τέτοιου τύπου μέτρα εντασσόμενα σε ένα πλαίσιο μεταβατικού προγράμματος με κατεύθυνση την υπέρβαση του καπιταλισμού που να τείνει σε μια κοινωνία που θα συναρθρώνει δημοκρατία, ισότητα και ελευθερία όλων των πολιτών και σε όλα τα επίπεδα, είναι απορριπτέα ή αναποτελεσματικά και θα πρέπει είτε να αποδεχθούμε όλα τα νεοφιλελεύθερα θέσφατα, είτε να στοχεύουμε στην άμεση ολοσχερή ανατροπή του καπιταλισμού – πράγμα ανέφικτο βάσει του σημερινού κοινωνικο – πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων.  
Η αποδοχή όμως των νεοφιλελεύθερων θεσφάτων υφέρπει, όμως, στον πνευματικό ορίζοντα όλων μας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, με τη βοήθεια της ιδεολογικής αποδοχής και εμπέδωσης της εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής τα τελευταία (και όχι μόνο τα «βίαια μνημονιακά») χρόνια. 
Δυστυχώς βέβαια όποιος έχει όριο και νομισματικό ορίζοντα το ευρώ και την παραμονή στην ευρωζώνη και τους μηχανισμούς της Ε.Ε, παράλληλα με την αποδοχή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ενός δυσθεώρητου μη εξυπηρετήσιμου («βιώσιμου» και αναπαραγομένου στο διηνεκές ως μέγεθος και «αβίωτου» ταυτόχρονα για τους ανθρώπους) κρατικού χρέους, δεν μπορεί να αρθρώσει ένα εναλλακτικό πειστικό λόγο. Για αυτό ουσιαστικά αυτά πρέπει να έχουμε ως αφετηρία την απαλλαγή από τους βρόχους αυτούς.
Ο «ρεαλισμός της αριθμολαγνείας» επομένως είναι παραπλανητικός στο επίπεδο αυτό, τουλάχιστον στην απλοϊκή λογιστικού τύπου μορφή του, δηλ. «πόσα είναι τα έσοδα που απαιτούνται, άρα από εδώ θα τα πάρουμε, απλά ας κάνουμε μια εσωτερική ανακατανομή για να ανακουφίσουμε τους πολύ φτωχούς». Χρειάζεται στο επίπεδο αυτό μια πολύ πιο σύνθετη ανάλυση οικονομετρικού ή ανάλογου χαρακτήρα με όλα τα δεδομένα ως επιμέρους μεταβλητές, ασφαλώς με τις κατάλληλες παραδοχές. Εκείνο επίσης που θα αποτελεί στα πλαίσια αυτά αριστερή πολιτική είναι ο δημοκρατικός τρόπος, η συμμετοχή και η εμπλοκή όλων των πολιτών στη διαμόρφωσή της σε όλα τα στάδια και τις εναλλακτικές επιλογές που προσφέρονται.
Μια εναλλακτική οικονομική πολιτική μιας κυβέρνησης της ριζοσπαστικής αριστεράς θα πρέπει να έχει ως αφετηριακό σημείο δύο καίριους άξονες:
Την παραγωγική ανασυγκρότηση, με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, την κατά το δυνατόν «αυτάρκεια» αγαθών και την ουσιαστική απεξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από κάθε είδους δεσμά που αναπαράγουν τις παθογένειες που οδήγησαν και οδηγούν στην υπερχρέωση και τα ελλείμματα, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ριζικά και το μείζον ζήτημα της τεράστιας ανεργίας.
Την εθνικοποίηση – κοινωνικοποίηση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού εν γένει συστήματος, ώστε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης, παράλληλα με την ριζική αντιμετώπιση των μη δυναμένων να εξυπηρετηθούν δανείων των νοικοκυριών και δευτερευόντως των επιχειρήσεων, καθώς και των επιχειρήσεων στρατηγικού χαρακτήρα και παραγωγής κοινωνικών αγαθών.
Η μη αναγνώριση του κρατικού χρέους και η διαδικασία παύσης πληρωμών των τοκοχρεωλυσίων, μέχρι μια οριστική διευθέτησή του μετά από συνολική διαπραγμάτευση που θα αξιοποιεί τα κατάλληλα νομικά, πολιτικά και οικονομικά εργαλεία που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και τη νομολογία, παράλληλα με την έξοδο από τους μηχανισμούς της Ε.Ε., του Δ.Ν.Τ. είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις, τόσο για τους παραπάνω κεντρικούς άξονες, όσο και για μια δημοσιονομική πολιτική που θα ακολουθεί στη συνέχεια για την εξυπηρέτηση των κεντρικών στόχων. Το ζήτημα, βέβαια του εξωτερικού ελληνικού κρατικού χρέους και η αναγκαία διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του, ως προϋπόθεση για να καταστεί εξυπηρετήσιμο και να πάψει να αποτελεί τροχοπέδη στην αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία, έχει γίνει πολύ περίπλοκο και δυσεπίλυτο νομικά και κοινωνικά μετά τις διακρατικές δανειοδοτήσεις του Δ.Ν.Τ. και της Ε.Ε. καθώς και του περιβόητου P.S.I. που υποκατέστησαν το παλιό ομολογιακό χρέος, επιβάλλοντας το αγγλικό ως δίκαιο που το διέπει και τη διεθνή δικαιοδοσία του Λουξεμβούργου. Θα πρέπει οι προσπάθειες διαπραγμάτευσης για τη διαγραφή του να εμπλέξουν διεθνείς οργανισμούς κατά του χρέους (βλ. C.A.D.T.M.), άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν ανάλογο πρόβλημα και κοινωνικά κινήματα, ώστε αυτό να γίνει εφικτό χωρίς να επιρριφθεί στους ώμους των φορολογουμένων πολιτών άλλων χωρών, με νομισματικά κυρίως μέσα, συγκροτώντας τις κατάλληλες διεθνείς λαϊκές συμμαχίες.  Πρέπει να καταστεί σαφές στην ελληνική κοινωνία ότι άλλος δρόμος ωστόσο για την ουσιαστική απεμπλοκή από αυτή τη μέγγενη δεν υπάρχει, παρά μόνο η συνεχιζόμενη κοινωνική και οικονομική καταστροφή και η λεηλασία του συσσωρευμένου κοινωνικού πλούτου (είτε δημόσιου είτε διάσπαρτου στην κυριότητα μέχρι σήμερα στην πλειονότητα των πολιτών), που ακολουθείται με βίαιο τρόπο από το 2010 μέχρι σήμερα. 
Ας αναφέρουμε, επανερχόμενοι, ένα γενικό περίγραμμα μιας τέτοιας εναλλακτικής δημοσιονομικής πολιτικής. 
Το ποσόν που θα εξοικονομηθεί από την αναστολή πληρωμής των τοκοχρεωλυσίων του κρατικού χρέους, θα κατευθυνθεί:
Α) Στο σκέλος των δαπανών:
Στην αποκατάσταση των συντάξεων και των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων στα προ μνημονίου επίπεδα με απαραίτητες διορθώσεις ακραίων ανισοτήτων.
Στην ταχεία απορρόφηση της ανεργίας και την εισοδηματική ενίσχυση όσων άνεργων δεν μπορούν άμεσα να απορροφηθούν.
Στην άμεση ενίσχυση των ασφαλιστικών συνταξιοδοτικών ταμείων.
Στις αναγκαίες δημόσιες επενδυτικές δαπάνες για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Σε δαπάνες για τη δημόσια δωρεάν υγεία και παιδεία / εκπαίδευση.
Β) Στο σκέλος των εσόδων: 
Στη φορολογική ελάφρυνση με τη μείωση του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ, τη μείωση της φορολογίας πετρελαίου θέρμανσης καθώς και των υπέρμετρων φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβλήθηκαν τα μνημονιακά χρόνια (καπνός, βενζίνη κ.α.) την επαναφορά του αφορολόγητου εισοδήματος αρχικά στα επίπεδα των 12.000 ευρώ, και την απαλλαγή από τη φορολογία μη εισοδηματικών πηγών (ακίνητα, αυτοκίνητα κα ).     
Στην περίπτωση που το ποσό αυτό δεν επαρκεί, ο ελλειμματικός προϋπολογισμός θα καλυφθεί με την έκδοση νέου εθνικού νομίσματος, σε ύψος που θα καθοριστεί από τις οικονομικές συνθήκες και σχετικές παραμέτρους. Σταδιακά με την οικονομική ανάκαμψη τα φορολογικά έσοδα θα μειώνουν τα ελλείμματα, λόγω αύξησης της φορολογητέας ύλης από την αύξηση του εθνικού εισοδήματος και των συναλλαγών. 
Ως προς τη φορολογική πολιτική που αποτελεί το κύριο εργαλείο στο σκέλος των εσόδων θα πρέπει να πρυτανεύει ένα πλαίσιο που θα προβλέπει:
Προσδιορισμός της «άριστης» και «δίκαιης» σχέσης μεταξύ εμμέσων και αμέσων φόρων.
Προοδευτική κλίμακα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων μετά το αφορολόγητο για το αναγκαίο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης με πολλά κλιμάκια φορολόγησης από 10% έως και 50% ανά εισοδηματικό κλιμάκιο για πολύ υψηλά εισοδήματα.
Νέος τρόπος φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων που θα εισάγει τη λογική περισσότερων συντελεστών ανάλογα με το ύψος τους και θα περιλαμβάνει ελαφρύνσεις με προϋποθέσεις αναπτυξιακών κριτηρίων καθώς και ενίσχυσης της απασχόλησης και επιβράβευσης των φορολογικών και ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων.   
Νέες πηγές φορολογίας από την φοροαποφυγή επιχειρήσεων και εταιριών – πχ. ενδο-ομιλικές συναλλαγές, εξωχώριες επιχειρήσεις κλπ.
Εγκαθίδρυση αξιόπιστων μηχανισμών αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής.
Συμπληρωματικά μέτρα στο παραπάνω πλαίσιο για την αποκατάσταση των επιπτώσεων και την αντιστροφή των «τετελεσμένων» της μνημονιακής πολιτικής είναι και τα παρακάτω:
Έκδοση νέων κρατικών ομολογιακών δανείων – κλιμακούμενης χρονολογικά λήξης - που θα δοθούν:
α) στα ασφαλιστικά ταμεία για τις απώλειες από το PSI - και όχι μόνον (βλ. δομημένα ομόλογα, χρηματιστηριακά παίγνια, λιμνάζουσες άτοκες καταθέσεις στην Τ.Ε.) - και αντίστοιχα τους μικροομολογιούχους.
β) στις τράπεζες σε αντικατάσταση μέρους από την απαραίτητη διαγραφή από το χαρτοφυλάκιό τους χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. 
γ) για την κάλυψη των απωλειών συντάξεων, μισθών δημοσίου, εφάπαξ χορηγημάτων κλπ που υπέστησαν οι εν λόγω δικαιούχοι αναδρομικά κατά τα χρόνια της μνημονιακής πολιτικής.
Τα ομόλογα αυτά δεν θα είναι μεταβιβάσιμα (μόνον κληρονομούμενα) ή εμπορεύσιμα και θα έχουν ισχυρές συνταγματικές εγγυήσεις που θα απαγορεύουν το μελλοντικό «κούρεμά» τους από οποιαδήποτε κυβέρνηση. 
Άμεση αντιμετώπιση του ακανθώδους ζητήματος του ασφαλιστικού και της επικείμενης πλήρους κατάρρευσης των ταμείων με την απόκρουση των κυβερνητικών μνημονιακών σχεδίων που με βάση τις αρχές της ρήτρας «μηδενικού ελλείμματος» και της ολοσχερούς απόσυρσης του κράτους από τη χρηματοδότηση θα δώσει τη χαριστική βολή στην κοινωνική ασφάλιση.
Απαιτείται ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα με πλήρη διαχωρισμό συνταξιοδοτικών παροχών και δαπανών υγείας, με αυτοδιοικούμενα ταμεία, με αυξημένη στη διοίκησή τους συμμετοχή ασφαλισμένων εργαζομένων και συνταξιούχων και με πόρους από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών και μικρή κρατική συμμετοχή (για την κάλυψη μόνο όσων έχουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης) και μεγάλη κρατική συμμετοχή για τις δαπάνες υγείας. Μετά την αποκατάσταση των ληστευθέντων αποθεματικών των ταμείων, θα πρέπει να συγκροτηθούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί καταπολέμησης της ανασφάλιστης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής και να θεσμοθετηθεί ένα πλαίσιο ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων εισφορών που αδυνατούν να καταβάλουν σήμερα οι ασφαλισμένοι και παράλληλα είσπραξης των οφειλών από τους δυναμένους εργοδότες, που σε συνδυασμό με τη μείωση της τεράστιας ανεργίας θα προσφέρει πρόσθετους πόρους στο σύστημα. Το συνταξιοδοτικό σύστημα θα πρέπει να στηρίζεται τόσο σε αρχές κεφαλαιοποιητικές όσο και αναδιανεμητικές για την αποφυγή των ισοπεδώσεων και των κρατικών παρεμβάσεων υφαρπαγής του παρελθόντος. Θα αναθεωρείται κατά διαστήματα με επικαιροποιημένες αναλογιστικές μελέτες για τον προσδιορισμό των αναγκαίων εισφορών και του ύψους και της κατανομής των συντάξεων, με δημοκρατικά ελεγχόμενο από τους δικαιούχους τρόπο.              
Γιάννης Δουλφής

Υ.Γ.: Τόσο το ζήτημα του κρατικού χρέους, όσο και το ζήτημα του ασφαλιστικού συστήματος έρχονται άμεσα στην ημερήσια διάταξη με τους ολέθριους σχεδιασμούς της κυβέρνησης και των διεθνών πατρώνων της που θα καταργήσουν κάθε έννοια κοινωνικής ασφάλισης, και θα αναδιαρθρώνουν το κρατικό χρέος με νέες μνημονιακού τύπου δεσμεύσεις και επιμηκύνσεις που θα ολοκληρώσουν τη διαδικασία κοινωνικής ερήμωσης της χώρας και της άνευ στρατιωτικών μέσων γενοκτονίας. Για τούτο σύσσωμη η ριζοσπαστική αριστερά, αν μπορεί έστω και την ύστατη στιγμή θα πρέπει να υπερβεί τις αγκυλώσεις της παρουσιάζοντας στην ελληνική κοινωνία ένα πλήρες εναλλακτικό σχέδιο, να καταδείξει την εφικτότητα και τις προϋποθέσεις γι΄ αυτή, αποκρούοντας αγωνιστικά και ενωτικά τους σχεδιασμούς αυτούς, όχι με αποσπασματικό και αμυντικό όπως μέχρι σήμερα τρόπο, αλλά με μια επιθετική εφ΄ όλης της ύλης στάση που θα εδράζεται όχι στους κοινοβουλευτικούς σχεδιασμούς αλλά θα ενεργοποιεί τις κοινωνικές δυνάμεις στην κατεύθυνση της ανατροπής του σημερινού καθεστώτος και μιας ριζικά διαφορετικής πορείας – τους άξονες της οποίας σχηματικά περιγράψαμε στο παρόν κείμενο – από μια άλλη κυβέρνηση που θα στηρίζεται στις ενεργές λαϊκές δυνάμεις και θα επιβληθεί από την αγωνιστική τους κίνηση. Αν αυτό αποτύχει η επόμενη μέρα θα μας βρει όλους, ωραία ερείπια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου